Απόψεις

Κωνσταντίνος Καρλής: Η σύγκριση Ελλάδας - Ιταλίας και οι αγορές ομολόγων

Κωνσταντίνος Καρλής: Η σύγκριση Ελλάδας - Ιταλίας και οι αγορές ομολόγων

Ο κ. Κωνσταντίνος Καρλής είναι διαχειριστής κεφαλαίων

Με αφορμή τις πολιτικές εξελίξεις και τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού, την παραμονή των 20ων γενεθλίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1.6.98 - 1.6.18) η ιταλική αγορά ομολόγων "έριξε" ένα πυροτέχνημα, μία προειδοποιητική βολή, με την εκτίναξη της απόδοσης του 2ετούς ομολόγου κατά 184 μονάδες βάσης, κίνηση πρωτόγνωρη για χώρα μεγέθους G7. Αναζητώντας στα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία αντίστοιχο συμβάν, εντοπίζουμε μόνο την εκτίναξη κατά 146 μονάδες βάσης του 2ετούς ομολόγου των ΗΠΑ στις 4.10.82 με αφορμή την πολιτική της Fed υπό την προεδρεία του Volcker.

Συμμετέχοντας κατά 15% στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης η Ιταλία αποτελεί την 3η μεγαλύτερη οικονομία της περιοχής και έχει εμπορικούς εταίρους κυρίως τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Ταυτόχρονα, το ιταλικό τραπεζικό σύστημα αντιπροσωπεύει ποσοστό 12% του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών της Ευρωζώνης. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω μεγέθη και σε συνδυασμό με την παρατηρούμενη αυξημένη συσχέτιση δεικτών επιχειρηματικού κλίματος και εμπιστοσύνης λόγω του συγχρονισμού της πορείας των εθνικών οικονομιών της ευρωζώνης κατά τα τελευταία 8 έτη (2010 - 2018) γίνεται αντιληπτό ότι ενα σοκ στην οικονομία ή στην αγορά ομολόγων της Ιταλίας θα προκαλούσε σπιράλ αρνητικών εξελίξεων στην οικονομική δραστηριότητα, στις εμπορικές συναλλαγές και στη γενικότερη ροή κεφαλαίων από και προς την Ευρωζώνη. Το πάθημα της πολύ μικρότερης Ελλάδας έχει λειτουργήσει καταλυτικά.

Από την έναρξη της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη οι ευρωσκεπτικιστές έχουν δύο βασικά επιχειρήματα : Πρώτον, οι δημοσιονομικοί κανόνες εμποδίζουν τις κυβερνήσεις των πληγέντων οικονομιών της λεγόμενης περιφέρειας της Ευρωζώνης να εφαρμόσουν "ιδανικές" πολτικές δημοσίων δαπανών και δεύτερον το ευρώ υπήρξε και παραμένει ένα "σκληρό" νόμισμα για την ανταγωνιστικότητα αυτών των οικονομιών. Το πρώτο επιχείρημα είναι "πολιτικό" και δεν υφίσταται μία συγκροτημένη και με τεχνικούς όρους ανταπάντηση. Το δεύτερο επιχείρημα ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας όχι όμως στην περίπτωση της Ιταλίας για την οποία η ισοτιμία του ευρώ δεν αποδεικνύεται να έχει επιφέρει πλήγμα ή στρέβλωση στην ανταγωνιστικότητα της.

Θυμίζουμε ότι η ελληνική δραχμή στη διαδρομή μέχρι την αντικατάσταση της από το ενιαίο νόμισμα ολοκλήρωσε ένα μακροχρόνιο ανοδικό σκέλος με αφετηρία την υποτίμηση του 1985 και κορυφή το 1997, χρονιά κατά την οποία επιταχύνθηκαν οι εισροές από το εξωτερικό με αγορές ελληνικών ομολόγων λόγω της γνωστής ιστορίας της "σύγκλισης" των οικονομιών που επρόκειτο να ενταχθούν στην Ευρωζώνη.

Εαν "τρέξουμε" εικονικά την άσκηση των ισοτιμιών των εθνικών νομισμάτων και της αγοραστικής δύναμης αυτών για την επόμενη περίοδο, θα διαπιστώσουμε ότι η υπερτίμηση της "εικονικής" δραχμής θα διαρκούσε μέχρι και το 2012. Στο άλλο άκρο αυτής της υπερτίμησης θα βρούμε το "εικονικό" γερμανικό μάρκο, σαφώς υποτιμημένο. Στη μέση και ουσιαστικό στο ίδιο σημείο για πάνω από 15 έτη θα βρούμε την "εικονική" ιταλική λιρέτα.

Το συμπέρασμα παραμένει το ίδιο και μετά την αξιολόγηση της ανταγωνιστικότητας σε όρους εμπορικού πλεονάσματος/ελλείμματος. Η Ιταλία εμφανίζει ένα εμπορικό πλεόνασμα της τάξεως του 2,5% του ΑΕΠ, από τα υψηλότερα των τελευταίων δεκαετιών για τη συγκεκριμένη χώρα δίχως αυτό να αποτελεί κάτι το περίεργο. Η αυξημένη διεθνοποίηση της ιταλικής οικονομίας (30% η συμμετοχή των εξαγωγών στο ΑΕΠ), παρά την εξάρτηση από εισαγωγή πετρελαίου, "πείθει" τους αγοραστές ομολόγων της χώρας σε βάθος χρόνου. Μόνο μία χρονιά είχε εμπορικό έλλειμμα (3,5% το 2011) και αυτό με δυσμενή συγκυρία για το σύνολο των χωρών του νότου λόγω της κρίσης χρέους. Ελλάδα και Πορτογαλία την ίδια χρονιά εμφάνιζαν εμπορικό έλλειμμα της τάξεως του 15%.

Η εφαρμογή συνεπών δημοσιονομικών κανόνων συνέβαλε οπωσδήποτε στην διατήρηση της ανταγωνιστικότητας δεν είχε όμως τον κύριο λόγο όπως αποδείξαμε. Τυχόν επιλογή εξόδου από την Ευρωζώνη θα προκαλούσε δραστική υποτίμηση του νέου εθνικού νομίσματος λόγω της πρόκλησης μεγάλης φυγής κεφαλαίων και αλλεπάλληλων σοκ στην παραγωγικότητα και τον πληθωρισμό. Σε αντίθεση με την περίπτωση της Ελλάδας πριν από τρία χρόνια, στην περίπτωση της Ιταλίας απουσιάζει το επιχείρημα της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας.

 

www.worldenergynews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης