Αναλύσεις

Οι κίνδυνοι και τα ρίσκα της ελληνικής οικονομίας μετά την έξοδο από τα Μνημόνια

Οι κίνδυνοι και τα ρίσκα της ελληνικής οικονομίας μετά την έξοδο από τα Μνημόνια
Η ελληνική οικονομία χρειάζεται οπωσδήποτε εποπτεία μετά την έξοδο από τα μνημόνια και μάλιστα αυξημένη, διότι τα ρίσκα για πλεονάσματα 3,5% ως το 2022 είναι πολύ μεγάλα
Σε δύο σημαντικά συμπεράσματα έχουν καταλήξει στις Βρυξέλλες απέναντι στο ελληνικό ζήτημα:
Το πρώτο είναι ότι η Αθήνα δεν έχει ανάγκη από ένα 4ο πρόγραμμα στη μορφή που είναι σήμερα, από τη στιγμή που το αποθεματικό ασφαλείας των 16,4 δις. ευρώ - που εκτιμάται ότι θα χτιστεί σταδιακά έως τον Αύγουστο με την συνεισφορά των διαθεσίμων του ευρύτερου δημόσιου τομέα- μπορεί να λειτουργήσει ως μία «άτυπη» πιστωτική γραμμή.
Το δεύτερο είναι ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται οπωσδήποτε εποπτεία  μετά την έξοδο από τα μνημόνια, και μάλιστα αυξημένη, διότι τα ρίσκα για πλεονάσματα 3,5% ως το 2022 είναι πολύ μεγάλα.

Τα 4 μεγάλα ρίσκα

Πρώτο και βασικότερο ρίσκο που βλέπουν στην Βελγική πρωτεύουσα είναι η μεταρρυθμιστική «κόπωση», όπου σε ένα βαθμό θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μετά την βίαιη προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας και των ριζικών αλλαγών που συνέβησαν στο ελληνικό κράτος.
Ωστόσο, το γεγονός ότι οι στόχοι στα πλεονάσματα θα παραμείνουν υψηλοί τα επόμενα  και ότι σύμφωνα με το μεταμνημονιακό πλαίσιο δεσμεύσεων που ετοιμάζεται η Ελλάδα θα πρέπει να παραδίδει μεταρρυθμίσεις για να παίρνει ως αντάλλαγμα μέτρα διευθέτησης του χρέους, δεν αφήνουν το παραμικρό περιθώριο για χαλάρωση.
Απαιτείται συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε τομείς που συνδέονται με τις αγορές, όπως είναι ο τομέας της ενέργειας και μεγαλύτερη ένταση στις ιδιωτικοποιήσεις.
Μάλιστα τα έσοδα από αυτό το πεδίο υπολείπονται σημαντικά των στόχων που έχουν τεθεί στο μνημόνιο αλλά και στο μεσοπρόθεσμο γενικότερα.
Ένα ακόμη μεγάλο πρόβλημα είναι κατά πόσο η κυβέρνηση θα αποκτήσει την κυριότητα των μεταρρυθμίσεων και δεν θα ξεκινήσει τα μπρος -πίσω στα ήδη συμφωνηθέντα «ξηλώνοντας» μνημονικά προαπαιτούμενα τα οποία αποτελούσαν βασικό «καύσιμο» για την ανάπτυξη.  
Οι βουλευτικές εκλογές το 2019 είναι για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ένα ακόμη μεγάλο πρόβλημα όχι μόνο για το γεγονός ότι οι πολλές από τις μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα έχουν να κάνουν με την αποτελεσματικότητα του δημοσίου αλλά για τον αυξημένο κίνδυνο χαλάρωσης της κρατικής μηχανής.
Στις Βρυξέλλες είναι πλέον άριστοι γνώστες της ελληνικής συμπεριφοράς στην διάρκεια μίας προεκλογικής περιόδου όπου έξι μήνες πριν και έξι μετά παραλύει ο κρατικός μηχανισμός και τα πάντα στο δημόσιο υπολειτουργούν.
Πίσω από αυτή την ρητορική  βρίσκεται και το ΔΝΤ όπου δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο εγκατάλειψη της προσπάθειας για ανάπτυξης σε αυτό το πλαίσιο εισηγείται εφαρμογή όλων των σκληρών μέτρων από το 2019 χωρίς την εφαρμογή των αντίμετρων.
Πρόκειται για μέτρα που φθάνουν το 3% του ΑΕΠ ή τα 5,4 δις. και η πρόωρη εφαρμογή τους δεν διαψεύστηκε από την Ουάσινγκτον. Το αντίθετο μάλιστα ότι το ΔΝΤ ετοιμάζεται να ζητήσει την πρόωρη μείωση του αφορολογήτου ταυτόχρονα με την μείωση των συντάξεων όπου χωρίς την εφαρμογή των θετικών μέτρων οι επιβαρύνσεις για περίπου 1,2 εκατ. φορολογούμενους θα είναι δυσβάστακτες.
Ο παράγοντας ανάπτυξη και ο κίνδυνος να είναι πρόσκαιρη και όχι βιώσιμη την επόμενη τετραετία είναι το νούμερο ένα ρίσκο για τις Βρυξέλλες.
Υπάρχουν προϋποθέσεις για να μπορέσει η ελληνική οικονομία να μπει σε βιώσιμο δρόμο και αυτές είναι η μείωση των κόκκινων δανείων, η αύξηση των επενδύσεων μέσα από ένα φορολογικό πλαίσιο που θα είναι φιλικό προς τους επενδυτές, η αναθεώρηση των αντικειμενικών αξιών και ο εκσυγχρονισμός κρατικής μηχανής.
Ωστόσο, στις Βρυξέλλες βλέπουν και άλλους κινδύνους για την βιώσιμη ανάπτυξη.
Ανησυχία υπάρχει για τα αποτελέσματα από τα stress test των τραπεζών από τα οποία θα φανεί αν θα προκύψουν νέες ή όχι κεφαλαιακές ανάγκες.
Επίσης αν η Ελλάδα θα μπορεί να δανείζεται από τις αγορές ακόμη και αν αυτές είναι νευρικές είναι επίσης ένα ακόμη σημαντικό θέμα.

Μάριος Χριστοδούλου
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης