Τελευταία Νέα
Επικαιρότητα

Παρεμβάσεις κατά της ακρίβειας ζητάει ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε επιστολή του προς τη φον ντερ Λάιεν

Παρεμβάσεις κατά της ακρίβειας ζητάει ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε επιστολή του προς τη φον ντερ Λάιεν
Tον σχεδιασμό της πρωτοβουλίας και την ανάπτυξη των επιχειρημάτων που διατυπώνονται στην επιστολή συντόνισε και επιμελήθηκε ο υπουργός Επικρατείας Ακης Σκέρτσος
Συγκεκριμένες παρεμβάσεις στο Ενωσιακό Δίκαιο προκειμένου να διασφαλιστούν η ίση μεταχείριση και η προστασία των καταναλωτών από το «καπέλο» που βάζουν οι πολυεθνικές εταιρείες στις τιμές, κυρίως σε χώρες με ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά, και με τις οποίες «αφαιρούν» τουλάχιστον 14 δισ. ευρώ κάθε χρόνο από τα διαθέσιμα των ευρωπαϊκών νοικοκυριών, ζητεί με την επιστολή του προς την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Tον σχεδιασμό της πρωτοβουλίας και την ανάπτυξη των επιχειρημάτων που διατυπώνονται στην επιστολή συντόνισε και επιμελήθηκε ο υπουργός Επικρατείας Ακης Σκέρτσος.

«Η πρόσφατη πληθωριστική κρίση, που οδήγησε σε σημαντική διάβρωση της αγοραστικής δύναμης των Ευρωπαίων πολιτών, ανέδειξε την ασύμμετρη δύναμη που έχουν πολυεθνικοί κολοσσοί ως προς τη διαφοροποιημένη τιμολογιακή πολιτική που ακολουθούν έναντι μεμονωμένων κρατών-μελών αλλά και την αναξιοποίητη συλλογική δύναμη της Ενωσής μας», αναφέρει μεταξύ άλλων στην επιστολή του ο πρωθυπουργός.

Ο ίδιος ζητεί «ακόμα πιο τολμηρά βήματα ώστε η Ενιαία Αγορά να λειτουργεί με περισσότερο ανταγωνισμό και διαφάνεια υπέρ των καταναλωτών», προειδοποιώντας μάλιστα πως οι διαφορές στις τιμές πλήττουν την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτών στην Ενιαία Αγορά. Στο πλαίσιο αυτό προτείνει την υιοθέτηση νομοθεσίας, στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πολιτικής των Γεωγραφικών Περιορισμών Εφοδιασμού (TSCs - σ.σ.: περιορισμοί στο ελεύθερο εμπόριο μεταξύ γεωγραφικών περιοχών που επιβάλλουν οι παραγωγοί/προμηθευτές επώνυμων ταχυκίνητων προϊόντων), όπου αυτή δεν δικαιολογείται από αντικειμενικούς παράγοντες που προάγουν την ευημερία των κοινωνιών.

Το κείμενο της επιστολής Μητσοτάκη σε φον ντερ Λάιεν

Αξιότιμη Προέδρε της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Αγαπητή Ούρσουλα,
Με την παρούσα επιστολή θα ήθελα να αναδείξω την ανάγκη για την περαιτέρω εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ενιαίας Αγοράς στο πολιτικά κρίσιμο πεδίο της προστασίας των καταναλωτών και των εισοδημάτων τους.
Η πρόσφατη πληθωριστική κρίση, που οδήγησε σε σημαντική διάβρωση της αγοραστικής δύναμης των ευρωπαίων πολιτών, ανέδειξε τόσο την ασύμμετρη δύναμη που έχουν πολυεθνικοί κολοσσοί ως προς την διαφοροποιημένη τιμολογιακή πολιτική που ακολουθούν έναντι μεμονωμένων κρατών μελών, όσο και την αναξιοποίητη συλλογική της ένωσής μας.
Γι’αυτό είναι κρίσιμο πολιτικά, ενόψει και των επερχόμενων ευρωεκλογών, η ΕΕ να αποδείξει ότι μπορεί όχι μόνο να ιεραρχεί και να θέτει τις σωστές προτεραιότητες με βάση τα προβλήματα που απασχολούν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες -και η ακρίβεια είναι αναμφίβολα ένα από αυτά- αλλά και να παρεμβαίνει με τρόπο αποφασιστικό, γρήγορο και αποτελεσματικό ώστε να τα επιλύει.
Μπορούμε να πραγματοποιήσουμε ακόμη πιο τολμηρά βήματα ώστε η ενιαία αγορά να λειτουργεί με περισσότερο ανταγωνισμό και διαφάνεια υπέρ των καταναλωτών. Μόνον έτσι οι πολίτες της Ένωσης, ανεξάρτητα από τη χώρα όπου διαμένουν, θα μπορούν να απολαύσουν τα αποτελέσματα του φιλόδοξου κοινού ευρωπαϊκού εγχειρήματος για μία Ευρώπη που διαπνέεται από τις αρχές της συλλογικότητας, της συμπεριληπτικότητας, της κοινωνικής συνοχής και της κοινής επιδίωξης για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της.

Η συνεχιζόμενη οξεία πληθωριστική κρίση, που πλήττει το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, ανέδειξε σημαντικά και μακροχρόνια προβλήματα στη λειτουργία των αγορών βασικών καταναλωτικών προϊόντων που οδήγησαν στη δημιουργία σημαντικών προκλήσεων για τους καταναλωτές, και ιδίως για όσους διαθέτουν χαμηλότερη αγοραστική δύναμη.

Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχολούν την ελληνική αγορά, αλλά και τις αγορές άλλων κρατών-μελών όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Κροατία, η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Δανία, το Λουξεμβούργο και η Σλοβακία είναι οι αδικαιολόγητα υψηλές τιμές στις οποίες πωλούνται επώνυμα βασικά καταναλωτικά προϊόντα πολυεθνικών επιχειρήσεων σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ένας από τους βασικούς λόγους που προκαλούν την ανεπιθύμητη αυτή κατάσταση είναι οι Γεωγραφικοί Εφοδιαστικοί Περιορισμοί (Territorial Supply Constraints – TSCs) που επιβάλλουν οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις μεταξύ των αγορών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να αξιοποιήσουν τη δεσπόζουσα θέση που έχουν στις αγορές, κυρίως, των μικρότερων από αυτά. Το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι η δημιουργία σημαντικών διαφορών στις τιμές πώλησης βασικών καταναλωτικών προϊόντων που δεν δικαιολογούνται από αντικειμενικούς παράγοντες ή το μέσο εισοδηματικό επίπεδο των πολιτών των κρατών-μελών.

Πιστεύω ότι οι διαφορές αυτές πλήττουν την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτών στην Ενιαία Αγορά και τους εμποδίζουν να απολαύσουν τα οφέλη από την διαρκή εμβάθυνσή της στην καθημερινότητά τους. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνω την υιοθέτηση νομοθεσίας, στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πολιτικής των Γεωγραφικών Εφοδιαστικών Περιορισμών (TSC) όπου αυτή δεν δικαιολογείται από αντικειμενικούς παράγοντες που προάγουν την ευημερία των κοινωνιών μας.
Ειδικότερα, είναι κρίσιμη η αντιμετώπιση των προσπαθειών ορισμένων πολυεθνικών επιχειρήσεων παραγωγής βασικών ταχέως κινούμενων καταναλωτικών προϊόντων για τη διάσπαση της Ενιαίας Αγοράς σε απομονωμένες αγορές με γεωγραφικά κριτήρια δια της εισαγωγής εμποδίων στον ανταγωνισμό, στις παράλληλες εισαγωγές και στη δυνατότητα των λιανοπωλητών να αξιοποιούν ευκαιρίες αρμπιτράζ (arbitrage) που μπορούν να εξομαλύνουν αποτελεσματικά τις διαφορές τιμών μεταξύ των καταναλωτικών αγορών των κρατών-μελών.

Στο πλαίσιο αυτό προτείνουμε:
- Τον εμπλουτισμό του ενωσιακού δικαίου περί προστασίας του ανταγωνισμού με διατάξεις που παρέχουν νέα εργαλεία και εξουσίες στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού αλλά και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την αντιμετώπιση των αδικαιολόγητων TSCs,
- Την απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών στις σχέσεις μεταξύ προμηθευτών και λιανοπωλητών που εδράζονται στη διάκριση μεταξύ των λιανοπωλητών ανάλογα με τον τόπο εγκατάστασής τους και την εθνική αγορά που εξυπηρετούν και ειδικότερα σε πρακτικές που εμποδίζουν το παράλληλο εμπόριο και τις διασυνοριακές παθητικές πωλήσεις,
- Την απαλοιφή των γλωσσικών περιορισμών στη σήμανση βασικών καταναλωτικών προϊόντων, όπου δεν είναι απολύτως απαραίτητοι, προκειμένου να μην εμποδίζεται το αρμπιτράζ μέσω παράλληλου εμπορίου ή την διερεύνηση των θετικών και αρνητικών στοιχείων της πολυγλωσσικής ψηφιακής σήμανσης των βασικών καταναλωτικών προϊόντων.
- Την αποτροπή της πολιτικής ορισμένων πολυεθνικών επιχειρήσεων να διαθέτουν ίδια ή παραπλήσια καταναλωτικά προϊόντα κάτω από διαφορετικές μάρκες σε διαφορετικά κράτη-μέλη προκειμένου να είναι δυνατή η εφαρμογή διαφορικής τιμολόγησης σε συνάρτηση με τη δεσπόζουσα θέση ή το μερίδιο αγοράς που έχουν επιτύχει σε κάθε χώρα.

«Καπέλο» τουλάχιστον 14 δισ. ευρώ

Η ιστορία των γεωγραφικών περιορισμών και οι συζητήσεις για την ανάγκη τροποποιήσεων του θεσμικού πλαισίου ή την καθολική κατάργηση της δυνατότητας που δίνει σήμερα η Κοινοτική Νομοθεσία κρατά εδώ και χρόνια. Μάλιστα, μελέτη που είχε πραγματοποιήσει η Κομισιόν το 2020, σε περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι απώλειες για το σύνολο των καταναλωτών στην Ε.Ε. από τους λεγόμενους εδαφικούς ή γεωγραφικούς περιορισμούς εφοδιασμού ξεπερνούν τα 14 δισ. ευρώ. Εκτοτε βέβαια ο πληθωρισμός απογειώθηκε, μαζί και τα κέρδη των πολυεθνικών.

Επιπρόσθετα, μελέτη του Πανεπιστημίου του Λάιντεν της Ολλανδίας, που συνέταξε το 2023 ο καθηγητής Δικαίου του Ανταγωνισμού της Ε.Ε. Μπεν βαν Ρομπάι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι γεωγραφικοί περιορισμοί προμηθειών συνιστούν κρυφό παράγοντα ενίσχυσης του πληθωρισμού σε βασικά προϊόντα και η συγκεκριμένη πρακτική έχει εξελιχθεί σε μεγάλη πληγή κυρίως στις μικρότερες χώρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι προ ημερών άλλες επτά χώρες έθεσαν επισήμως θέμα στο Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας της Ε.Ε. για την κατάργηση των γεωγραφικών περιορισμών. Το αίτημα υπογράφουν η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Κροατία, η Τσεχία, η Δανία, το Λουξεμβούργο και η Σλοβακία.
Το πλέον κραυγαλέο παράδειγμα στρέβλωσης στη χώρα μας είναι η κατάσταση με το βρεφικό γάλα, το οποίο ναι μεν μειώθηκε με το πλαφόν που επέβαλε η κυβέρνηση επί του περιθωρίου κέρδους στα συγκεκριμένα προϊόντα (πολυεθνικών), αλλά οι τιμές εξακολουθούν και είναι πολλαπλάσιες έναντι των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών. Η έρευνα που είχε κάνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού πριν από την επιβολή του μέτρου, μεταξύ άλλων, είχε καταδείξει πως η απόκλιση από τη χαμηλότερη τιμή στην Ευρώπη ήταν στην καλύτερη περίπτωση 32%.

Πώς οι εταιρείες εκμεταλλεύονται το μέτρο των γεωγραφικών περιορισμών

Πώς όμως καταφέρνουν οι πολυεθνικές να εκμεταλλεύονται το μέτρο επιβάλλοντας τελικά «καπέλο» στις χώρες όπου μπορούν; Καταρχάς, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι οι γεωγραφικοί περιορισμοί (TSCs) είναι περιορισμοί στο ελεύθερο εμπόριο μεταξύ γεωγραφικών περιοχών που επιβάλλουν οι παραγωγοί/προμηθευτές επώνυμων (συνήθως) ταχέως κινούμενων προϊόντων προς τους χονδρεμπόρους/λιανοπωλητές που δραστηριοποιούνται στις διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές.

Οι περιορισμοί έχουν βασικό σκοπό να εμποδίσουν το παράλληλο εμπόριο (παράλληλες εισαγωγές) από περιοχή σε περιοχή προκειμένου να προστατεύσουν την κερδοφορία του παραγωγού/προμηθευτή. Ο λόγος που μπορούν να το κάνουν αυτό οι παραγωγοί-προμηθευτές είναι κυρίως διότι δρουν υπό το καθεστώς μονοπωλιακού ανταγωνισμού και όχι σε καθεστώς πλήρως ανταγωνιστικής αγοράς. Αυτό συμβαίνει επειδή:

α/ Τα επώνυμα προϊόντα σε κάποιες περιπτώσεις είναι πλήρως διαφοροποιημένα από τα ανταγωνιστικά, οπότε δεν υπάρχουν καλές εναλλακτικές για τον καταναλωτή.
β/ Τα επώνυμα προϊόντα, ιδίως σε μικρότερες εθνικές αγορές, έχουν υψηλά και ακλόνητα μερίδια αγοράς με υψηλό δείκτη πιστότητας πελατών. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι εταιρείες που πωλούν επώνυμα προϊόντα στην αγορά καταφεύγουν σε πρακτικές που επιδιώκουν να αυξήσουν την πιστότητα πελατών με κάθε κόστος.

Ποιες είναι όμως οι πρακτικές που χρησιμοποιούν; Κυρίως είναι τέσσερις. Συγκεκριμένα:

    ■ Η άρνηση προμήθειας αγαθών προς τον χονδρέμπορο ή λιανέμπορο αν αυτός μεταπωλεί προϊόντα εκτός της γεωγραφικής περιοχής του.
    ■ Η διαφοροποίηση περιεχομένου ή μάρκας του ίδιου ή παραπλήσιου προϊόντος σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές προκειμένου να είναι απολύτως δυσχερές το παράλληλο εμπόριο.
    ■ Ο περιορισμός πωλούμενων ποσοτήτων από τον παραγωγό-προμηθευτή έτσι ώστε να είναι αδύνατη η κάλυψη καταναλωτών μεγαλύτερων γεωγραφικών περιοχών.
    ■ Η αναγραφή ενδείξεων σε μία μόνο γλώσσα ανά χώρα προκειμένου να μην είναι δυνατό το παράλληλο εμπόριο μεταξύ χωρών με διαφορετική επικρατούσα γλώσσα.
 
Ας υποθέσουμε μια εταιρεία παραγωγής ενός επώνυμου καθαριστικού προϊόντος, π.χ. «KATHAREX», η οποία το διαθέτει σε δύο χώρες της Ε.Ε., την Ελλάδα και την Ιταλία. Ας πούμε ότι η αγορά της Ελλάδας είναι έξι φορές μικρότερη από αυτήν της Ιταλίας και ότι στην Ελλάδα το «KATHAREX» έχει μεγάλο μερίδιο αγοράς και οι καταναλωτές το αγαπούν. Στην Ιταλία επίσης οι καταναλωτές αγαπούν το «KATHAREX», αλλά υπάρχουν και άλλα καλά ανταγωνιστικά προϊόντα και το «KATHAREX» έχει μικρότερο μερίδιο αγοράς και φοβάται περισσότερο τους ανταγωνιστές του.

Η εταιρεία παραγωγής σκέφτεται πώς θα μεγιστοποιήσει τα κέρδη της, αλλά γνωρίζει ότι αν αυξήσει την τιμή του «KATHAREX» στην Ιταλία είναι πιθανό να χάσει πελάτες προς τους ανταγωνιστές του. Αν όμως αυξήσει την τιμή στην Ελλάδα ξέρει ότι οι καταναλωτές, ελλείψει κάποιου καλού ανταγωνιστικού προϊόντος, μάλλον θα πληρώσουν την υψηλότερη τιμή χωρίς να αλλάξουν προϊόν. Η εταιρεία έχει δύο επιλογές για να αυξήσει το μέσο κέρδος ανά μονάδα προϊόντος:
α/ Να αυξήσει την τιμή το ίδιο και στην Ελλάδα και στην Ιταλία, χάνοντας πελάτες στην Ιταλία και έχοντας τους ίδιους πελάτες στην Ελλάδα. Θα αυξήσει τα κέρδη της στην Ελλάδα, αλλά στην Ιταλία χάνοντας πελάτες μπορεί να κάνει κάποια κέρδη αλλά μπορεί να έχει και ζημίες, αν χάσει πολλούς πελάτες.
β/ Να αυξήσει την τιμή περισσότερο στην Ελλάδα και λιγότερο στην Ιταλία, έχοντας τους ίδιους πελάτες στην Ελλάδα και περίπου τους ίδιους στην Ιταλία. Ομως θα κάνει κέρδη και στην Ελλάδα και στην Ιταλία.
Προφανώς θα επιλέξει τη δεύτερη περίπτωση.

Το arbitrage

Ωστόσο, η εταιρεία παραγωγής έχει ένα βασικό πρόβλημα: Πώς θα εμποδίσει έναν τρίτο, π.χ. τον χονδρέμπορο Χ, να αγοράσει πολλές μονάδες του «KATHAREX» από την Ιταλία όπου είναι φθηνότερο και να τις πουλήσει ακριβότερα στην Ελλάδα όπου το προϊόν είναι ακριβότερο; Χρειάζεται έναν φραγμό που θα εμποδίζει αυτή την πρακτική που λέγεται arbitrage.

Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να κάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα: Ονομάζει το προϊόν «KATHAREX» στην Ελλάδα και «PULITEX» στην Ιταλία. Ετσι ο Χ δεν μπορεί να κάνει arbitrage, αφού οι Ελληνες καταναλωτές δεν γνωρίζουν το «PULITEX» και είναι απίθανο να το προτιμήσουν από το αγαπημένο τους «KATHAREX» αν έχει την ίδια τιμή. Επίσης, μπορεί να φροντίσει έτσι ώστε η ετικέτα σύνθεσης και προφυλάξεων του «KATHAREX» να είναι γραμμένη στα ιταλικά (όταν το προϊόν πωλείται στην Ιταλία) και στα ελληνικά (όταν πωλείται στην Ελλάδα). Ετσι αν οι ελληνικοί αγορανομικοί κανόνες προβλέπουν ότι οι ετικέτες των προϊόντων πρέπει να είναι γραμμένες στα ελληνικά, ο Χ δεν θα μπορεί να κάνει arbitrage, αφού οι μονάδες «KATHAREX» που θα έχει αγοράσει από την Ιταλία δεν θα μπορούν νόμιμα να πωληθούν στην Ελλάδα.

Ζητούμενο το κέρδος

Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να φροντίσει να πωλεί μικρές ποσότητες και σταδιακά στα σούπερ μάρκετ και τους χονδρεμπόρους της Ιταλίας έτσι ώστε οι ποσότητες να καλύπτουν μόλις την ιταλική ζήτηση. Αν οι λιανέμποροι ή οι χονδρέμποροι της Ιταλίας ζητήσουν μεγαλύτερες ποσότητες για να τις εξαγάγουν και να τις πουλήσουν στην Ελλάδα προκειμένου να κάνουν μεγαλύτερα κέρδη ανά πωλούμενη μονάδα, αφού το «KATHAREX» στην Ελλάδα είναι πιο ακριβό, η παραγωγός εταιρεία αρνείται να καλύψει την παραγγελία. Ετσι, και πάλι ο Χ δεν μπορεί να κάνει arbitrage.

Επιπλέον, μπορεί να φροντίσει το «KATHAREX» να έχει διαφορετική σύνθεση στην Ελλάδα και διαφορετική στην Ιταλία, προσαρμοσμένη στους λεκέδες που χαρακτηρίζουν την κάθε περιοχή. Για παράδειγμα, ας πούμε ότι στην Ιταλία οι περισσότεροι λεκέδες είναι από κρασί, ενώ στην Ελλάδα από ελαιόλαδο. Η σύνθεση του «KATHAREX» που πωλείται στην Ιταλία καθαρίζει πολύ καλά το κρασί αλλά όχι τόσο το ελαιόλαδο, ενώ η σύνθεση του «KATHAREX» που πωλείται στην Ελλάδα καθαρίζει πολύ καλά το ελαιόλαδο αλλά όχι το κρασί. Ο Χ δεν μπορεί να κάνει εύκολα arbitrage, αφού οι μονάδες «KATHAREX» που αγοράζει φθηνά από την Ιταλία και πουλά ακριβά στην Ελλάδα δεν καθαρίζουν καλά τους λεκέδες από ελαιόλαδο που επικρατούν στην Ελλάδα.

Κατάχρηση

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι φραγμοί αυτοί δεν είναι πάντα παράνομοι, ούτε πάντοτε ανεπιθύμητοι. Στην περίπτωση του «KATHAREX», π.χ., αν ο αντιπρόσωπος του προϊόντος στην Ελλάδα ξοδεύει μεγάλα ποσά για διαφημίσεις, εκπτώσεις, προωθητικές ενέργειες και βελτίωση των καναλιών διανομής του προϊόντος, δημιουργείται πρόβλημα όταν ο χονδρέμπορος Χ φέρνει φθηνότερες μονάδες «KATHAREX» από την Ιταλία βγάζοντας χρήματα από την αυξημένη τιμή του προϊόντος, χωρίς όμως να κάνει έξοδα για προωθήσεις, διαφημίσεις και επενδύσεις όπως ο αντιπρόσωπος του «KATHAREX» στην Ελλάδα.

Αν δεν υπάρχει εκεί ο φραγμός, τότε ο χονδρέμπορος Χ ανταγωνίζεται αθέμιτα τον αντιπρόσωπο του «KATHAREX» στην Ελλάδα και δημιουργεί αντικίνητρο για επενδύσεις.

Ο φραγμός των TSCs όμως δεν είναι δικαιολογημένος και είναι ανεπιθύμητος, όταν χρησιμοποιείται καταχρηστικά από τον προμηθευτή χωρίς προφανή λόγο, απλώς για να εκμεταλλευτεί τη δεσπόζουσα θέση ή το καλό μερίδιο αγοράς που τυχόν έχει σε μικρότερες αγορές κρατών-μελών της Ε.Ε. Και εδώ είναι η ουσία της παρέμβασης του πρωθυπουργού προς την πρόεδρο της Κομισιόν και του αιτήματος των υπόλοιπων επτά χωρών που βλέπουν ότι τελικά η ζημιά είναι πολύ μεγαλύτερη ζητώντας την πλήρη κατάργηση των γεωγραφικών περιορισμών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της πολυεθνικής ζυθοποιίας ΑΒ InBev (με σήματα όπως Stella Artois, Budweiser, Corona κ.ο.κ.) σε Ολλανδία και Βέλγιο.

Σε απόφασή της το 2019 η Ε.Ε. επέβαλε πρόστιμο 200 εκατ. ευρώ στη μεγαλύτερη ζυθοποιία στον κόσμο. Η Ε.Ε. διαπίστωσε ότι η AB InBev είχε καταχραστεί τη δεσπόζουσα θέση της στη βελγική αγορά μπίρας, παρεμποδίζοντας τις φθηνότερες εισαγωγές ενός από τα σήματά της από τις Κάτω Χώρες στο Βέλγιο προκειμένου να διατηρήσει υψηλότερες τιμές στο Βέλγιο. Τότε η Κομισιόν είχε εξετάσει τις εξής πρακτικές που ακολούθησε η εταιρεία:

1/ Αλλαγή της συσκευασίας των προϊόντων στην Ολλανδία, για να καταστήσει δυσκολότερη την πώληση προϊόντων στο Βέλγιο.

2/ Περιορισμό της προμήθειας μπίρας σε χονδρέμπορο στις Κάτω Χώρες προκειμένου να περιοριστούν οι εισαγωγές στο Βέλγιο.

3/ Αρνηση πώλησης άλλων βασικών προϊόντων σε συγκεκριμένο λιανοπωλητή, εκτός εάν ο εν λόγω λιανοπωλητής συμφώνησε να περιορίσει τις εισαγωγές της εν λόγω μπίρας από τις Κάτω Χώρες στο Βέλγιο.

4/ Παροχή προωθήσεων και κινήτρων για πωλήσεις μπίρας σε Ολλανδούς λιανοπωλητές μόνο εάν συμφωνούσαν να μην προσφέρουν τις ίδιες προσφορές στους Βέλγους πελάτες τους.

Παρ’ όλα αυτά, η ΑB InBev δέχτηκε πρόστιμο μόνο επειδή θεωρήθηκε ότι έκανε «κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης» και όχι για την εφαρμογή αδικαιολόγητων/καταχρηστικών γεωγραφικών περιορισμών.
Οπότε εκεί συνδέεται και η πρόταση του Ελληνα πρωθυπουργού για τον εμπλουτισμό του Ενωσιακού Δικαίου περί προστασίας του ανταγωνισμού με διατάξεις που παρέχουν νέα εργαλεία και εξουσίες στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού αλλά και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ιδίως καθώς οι πολυεθνικές έχουν καταφέρει με μεγάλη επιτυχία και χρησιμοποιώντας έμμεσες πρακτικές ουσιαστικά να αποκρύψουν το γεγονός της κατάχρησης του μέτρου του γεωγραφικού περιορισμού.

Στην Ελλάδα

Στη χώρα μας μεταξύ των λιγοστών υποθέσεων που στοιχειοθετήθηκαν ήταν αυτή της Colgate Palmolive. Το 2017 η Επιτροπή Ανταγωνισμού επέβαλε πρόστιμο ύψους 9,4 εκατ. ευρώ στη μητρική αλλά και στις ελληνικές θυγατρικές της για την απαγόρευση των παράλληλων εισαγωγών στις εμπορικές συμφωνίες που είχε με μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ.

Η «ποινή» για όποιον λιανέμπορο παραβίαζε τον κανόνα ήταν η διακοπή της παροχής έκπτωσης. Αργότερα, με δικαστική της προσφυγή η μητρική κατάφερε να απαλλαχθεί, επιχειρηματολογώντας ότι δεν ήξερε και δεν είχε ευθύνη για την πρακτική που ακολουθούσαν οι θυγατρικές της!

Μάλιστα, από τους ελέγχους που πραγματοποίησε τότε η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι για την περίοδο 2001-2008 το 85%-95% των συγκρίσιμων προϊόντων ήταν ακριβότερα στην Ελλάδα σε σχέση με την Ιταλία και μάλιστα το 40%-65% των εν λόγω προϊόντων ήταν ακριβότερα τουλάχιστον κατά 20%. Επίσης, το 73%-85% των προϊόντων ήταν ακριβότερα σε σχέση με την Ισπανία, αλλά και με τη Γαλλία και την Πορτογαλία.

Πηγή: protothema.gr

www.worldenergynews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης