Σε χαμηλό επίπεδο η διείσδυση των βιοκαυσίμων στην ελληνική αγορά

Σε χαμηλό επίπεδο η διείσδυση των βιοκαυσίμων στην ελληνική αγορά
Το προφίλ της αγοράς και οι επιχειρήσεις του κλάδου
Σημαντική υστέρηση παρουσιάζει ο κλάδος των βιοκαυσίμων στην Ελλάδα με την διείσδυση στην αγορά να βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο των ευρωπαϊκών χωρών.
Σύμφωνα με μελέτη για τον κλάδο των βιοκαυσίμων που πραγματοποίησε η εταιρία IBHS και εκπονήθηκε από τον Αλέξη Νικολαΐδη, Economic Research & Sectorial Studies Analyst, η διάθεση βιοντίζελ στην ελληνική αγορά ξεκίνησε στα τέλη του 2005, όταν και διοχετεύθηκαν οι πρώτες ποσότητες στα διυλιστήρια της χώρας.
Τα επόμενα χρόνια ο όγκος παραγωγής ενισχύθηκε, όχι όμως σε βαθμό ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι που καθόρισε η ευρωπαϊκή πολιτική, καθώς οι ποσότητες που εν τέλει διατέθηκαν ήταν μικρότερες από τις αρχικές προβλέψεις.
Έτσι, υστέρηση παρατηρήθηκε σε όλα τα χρόνια λειτουργίας της αγοράς μέχρι τώρα, ενώ δεν καλύφθηκε και το όριο του 5,75% που είχε τεθεί για το 2010.
Αναφορικά με την κατανομή των ποσοτήτων τα δύο τελευταία έτη, σύμφωνα με σχετικές Υπουργικές Αποφάσεις, το 2016 εγκρίθηκε η κατανομή 132.000 χιλιολίτρων βιοντίζελ σε 23 δικαιούχους (16 παραγωγικές εταιρείες και 7 εισαγωγικές), ποσότητα 5,7% χαμηλότερη σε σχέση με το 2015.
Ακολούθως, η αντίστοιχη ποσότητα τη φετινή χρονιά καθορίστηκε εκ νέου στα 132.000 χιλιόλιτρα σε 17 δικαιούχους (13 παραγωγικές μονάδες και 4 εισαγωγικές εταιρείες).
Η ποσοστιαία συμμετοχή των εισαγωγών στην κατανομή βιοντίζελ εμφανίζει διαχρονικά σημαντικές διακυμάνσεις.
Αρχικά οι ποσότητες εισαγωγής ήταν περιορισμένες, ωστόσο έως το 2009 κατέγραφαν σημαντική άνοδο, φτάνοντας να αποτελούν το 11% του συνολικού εγκριθέντος όγκου.
Στη συνέχεια σημειώθηκε τάση υποχώρησης, ιδίως μετά το 2012, με τη συμμετοχή τους στη συνολική ποσότητα να διαμορφώνεται το 2016 σε μόλις 4,8%.
 Αντιθέτως, φέτος -μετά από αρκετά χρόνια- καταγράφηκε άνοδος της εισαγόμενης ποσότητας, καθώς λειτουργούν λιγότερες παραγωγικές μονάδες, με το εν λόγω ποσοστό να αυξάνεται στο 6,7% επί του συνόλου.
Το 93,3% της ποσότητας καθορίστηκε να προέλθει από εγχώριες μονάδες που επεξεργάζονται έλαια.
Αναφορικά με το 2016, η μεγαλύτερη ποσότητα κατανεμήθηκε στην Agroinvest με 33.143 χιλιόλιτρα (25% του συνόλου) και ακολούθως στις Παύλος Ν. Πέττας με 24.216 χιλιόλιτρα (μερίδιο 18,3%), GF Energy με 14.382 χιλιόλιτρα (11%), Newenergy (Φυτοενέργεια) με 13.171 χιλιόλιτρα (10%) και ΕΛΙΝ Βιοκαύσιμα με 11.415 χιλιόλιτρα (8,6%).
Έτσι, το 73% του συνολικού όγκου κατανεμήθηκε στις 5 μεγαλύτερες παραγωγικές επιχειρήσεις.
Από το συνολικό όγκο κατανομής του 2016, το 71% καθορίστηκε να παραδοθεί στα Ελληνικά Πετρέλαια (93.933 χιλιόλιτρα), ενώ το υπόλοιπο 29% στη Motor Oil.
Τα ποσοστά αυτά ισχύουν και για τις μηνιαίες παραδόσεις για κάθε εταιρεία προς τους ομίλους διύλισης.
Επίσης, οι δικαιούχοι υποχρεώθηκαν να χρησιμοποιήσουν 173.184 τόνους ηλίανθου, 12.782 τόνους ελαιοκράμβης και 19.649 τόνους σόγιας.
 Η ποσότητα του βαμβακόσπορου ορίστηκε στους 59.573 τόνους, ενώ των χρησιμοποιημένων φυτικών ελαίων σε 26.767 τόνους.
Αναφορικά με τη φετινή χρονιά, δεν προκύπτει σημαντική διαφοροποίηση στις 5 εταιρείες στις οποίες κατανέμονται οι μεγαλύτερες ποσότητες.
Έτσι, η Agroinvest βρίσκεται στην πρώτη θέση με 31.361 χιλιόλιτρα (μερίδιο 24% επί του συνόλου) και στη συνέχεια η Παύλος Ν. Πέττας με 30.329 χιλιόλιτρα.
Ωστόσο, στην τρίτη θέση πλέον είναι η Newenergy με 13.519 χιλιόλιτρα και ακολούθως η ΕΛΙΝ Βιοκαύσιμα με 11.080 χιλιόλιτρα και η GF Energy με 9.898 χιλιόλιτρα.

Ενεργειακές καλλιέργειες

Στην Ελλάδα χρησιμοποιούνται κυρίως ηλίανθος και ελαιοκράμβη για την παραγωγή βιοντίζελ και δευτερευόντως σόγια και βαμβακέλαιο.
Διαχρονικά, οι εκτάσεις που καλλιεργούνται στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί, όχι όμως σε βαθμό που να επιτρέπει την κάλυψη των στόχων που έχουν τεθεί από την Ε.Ε., καθώς οι επιδοτήσεις που παρέχονταν τα προηγούμενα χρόνια δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα ελκυστικές.  
Οι ενεργειακές καλλιέργειες στη χώρα υπολείπονται σημαντικά σε σχέση με τα βέλτιστα μεγέθη, με συνέπεια ένα μέρος μόνο της εγχώριας παραγωγής βιοντίζελ να προέρχεται από εγχώριες καλλιέργειες.
Έτσι, η σημαντική ποσότητα των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται είναι εισαγόμενα λάδια (κυρίως σογιέλαιο και κραμβέλαιο) από διάφορες χώρες εντός και εκτός Ε.Ε.
Οι μέχρι στιγμής πρωτοβουλίες στον τομέα των εγχώριων καλλιεργειών στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στα προγράμματα συμβολαιακής γεωργίας που καταρτίζονται κάθε χρόνο μεταξύ τραπεζικών ομίλων ή αγροτικών συνεταιρισμών, εταιρειών του κλάδου και ενδιαφερομένων παραγωγών, γεγονός που σε συνδυασμό με τα χαμηλότερα κόστη παραγωγής έχει αυξήσει τις καλλιεργούμενες εκτάσεις.
Πάντως, εκτιμάται ότι οι ενεργειακές καλλιέργειες δεν μπορούν να αναπτυχθούν σε σημαντικό βαθμό στην Ελλάδα, εφόσον εξακολουθήσουν να επικρατούν συνθήκες πλεονάζουσας παραγωγικής δυναμικότητας και υπολειτουργίας των εγχώριων μονάδων επεξεργασίας.

Τα κυριότερα προβλήματα της αγοράς

Η διείσδυση των βιοκαυσίμων στην ελληνική αγορά παραμένει σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς οι ποσότητες που έχουν απορροφηθεί υπολείπονται σημαντικά σε σχέση με τις κατανεμημένες, με συνέπεια να μην έχουν επιτευχθεί οι καθοριζόμενοι από την Ε.Ε. στόχοι.
Έτσι, το βιοντίζελ που καταναλώνεται αποτελεί ένα μικρό μόνο ποσοστό επί της συνολικής κατανάλωσης πετρελαίου κίνησης.

Οι αιτίες για την υστέρηση αυτή εντοπίζονται κυρίως σε στρεβλώσεις και καθυστερήσεις προηγούμενων ετών.
Αναλυτικά, έχουν παρατηρηθεί επαναλαμβανόμενες καθυστερήσεις αναφορικά με την έκδοση προσκλήσεων και αποφάσεων κατανομής βιοντίζελ, με συνέπεια ο εφοδιασμός να γίνεται είτε βάσει κατανομών του προηγούμενου έτους, είτε με μια άτυπη προσωρινή ποσόστωση. Επιπλέον, οι αποκλίσεις οφείλονται και σε περιπτώσεις αδυναμίας ορισμένων εταιρειών να ολοκληρώσουν έγκαιρα τις παραδόσεις τους προς τα διυλιστήρια.
Επίσης, δεν υφίσταται αποτελεσματικός έλεγχος αναφορικά με την υποχρέωση ανάμιξης βιοντίζελ με το πετρέλαιο κίνησης που εισάγεται από τις εταιρείες εμπορίας.
Συνεπώς, στην αγορά διατίθενται ποσότητες πετρελαίου κίνησης χωρίς να περιέχουν βιοντίζελ, ενώ προκύπτει και αθέμιτος ανταγωνισμός εις βάρος των ομίλων διύλισης, οι οποίοι επωμίζονται το αυξημένο κόστος ανάμιξης.

Οι εγχώριες εταιρείες παραγωγής βιοντίζελ διαθέτουν υψηλό παραγωγικό δυναμικό, το οποίο όμως αξιοποιείται σε περιορισμένο βαθμό. Αναλυτικά, η εγκατεστημένη παραγωγική δυναμικότητα διαμορφώνεται στο υψηλό επίπεδο των 680.000 τόνων, ενώ η ετήσια παραγωγή σε 120.000 τόνους βιοντίζελ το χρόνο (εισάγονται και 20.000 τόνοι).
Οι εκτάσεις των ενεργειακών καλλιεργειών στην Ελλάδα, αν και έχουν αυξηθεί, εν τούτοις δεν επαρκούν ακόμα ώστε να στηρίξουν σε σημαντικό βαθμό την εγχώρια παραγωγή βιοκαυσίμων, με συνέπεια να εισάγονται φθηνές πρώτες ύλες (κυρίως έλαια) από το εξωτερικό.
Επίσης, σημειώνεται ότι πρόσφατο νομοσχέδιο του ΥΠΕΚΑ που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, προωθεί μείωση του ποσοστού του εγχώριου βιοντίζελ κατά 10% στο 75%, ενώ αυξάνει το αντίστοιχο ποσοστό του βιοντίζελ από ελεύθερη διαπραγμάτευση κατά 10%, στο 25%. Η αλλαγή αυτή, αν τελικά ισχύσει, θα πλήξει κλάδο παραγωγής βιοντίζελ και τους καλλιεργητές ενεργειακών φυτών, καθώς θα οδηγήσει σε αύξηση των εισαγωγών έτοιμου βιοντίζελ ή πρώτων υλών, εις βάρος της εγχώριας παραγωγής και των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Παράλληλα, θα προκύψει σημαντική συμπίεση των τιμών παραγωγού.

O Σύνδεσµος Βιοκαυσίµων και Βιοµάζας Ελλάδος

Στα πλαίσια της διαβούλευσης, ο Σύνδεσµος Βιοκαυσίµων και Βιοµάζας Ελλάδος (Σ.ΒΙ.Β.Ε.) διαφώνησε με το νομοσχέδιο, τονίζοντας ότι θα προκαλέσει:
κατάργηση του ισχύοντος πλαισίου κατανοµής αυτούσιου βιοντίζελ,
εξάλειψη της ελληνικής παραγωγής, προς όφελος των εισαγωγικών εταιριών,
απώλεια θέσεων εργασίας και κεφαλαίων που έχουν ήδη επενδυθεί στον κλάδο και
αποεπένδυση από δραστηριότητες που εξαρτώνται από την παραγωγή βιοκαυσίµων.
Σύμφωνα με τον κο Νικόλα Γκουζέλο, Διευθύνοντα Σύμβουλο της IBHS, «Απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της αγοράς αποτελούν η βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών, η υποχώρηση της τιμής και η αποκλιμάκωση της φορολόγησης του πετρελαίου κίνησης, ώστε να ενισχυθεί η κατανάλωση, καθώς και η περαιτέρω ανάπτυξη των ενεργειακών καλλιεργειών».

Τα μεγέθη των εταιρειών

Το 2015 ο συνολικός Κύκλος Εργασιών του δείγματος 10 επιχειρήσεων παραγωγής και εμπορίας βιοντίζελ υποχώρησε οριακά στα €195,28 εκ., μετά την ανοδική πορεία των προηγούμενων ετών.
Η κάμψη αυτή προήλθε κυρίως από μεγάλη εταιρεία του κλάδου, καθώς οι 6 από τις 10 επιχειρήσεις εμφάνισαν άνοδο πωλήσεων, γεγονός που μεταφράστηκε σε μέση αύξηση εσόδων 6,2% (σύνολο ελληνικών επιχειρήσεων: +0,2%).
Παράλληλα, τα συνολικά ΚΠΤΦΑ ενισχύθηκαν κατά 53,6%, στα €22,9 εκ., ενώ τα προ φόρων κέρδη διαμορφώθηκαν στα €10,47 εκ., έναντι €3,72 εκ. το 2014.
Οι 9 από τις 10 εταιρείες είχαν λειτουργικά κέρδη, με 5 από αυτές να καταγράφουν βελτίωση και 3 πτώση των αποτελεσμάτων τους.
Επίσης, προ φόρων κέρδη εμφάνισαν 8 επιχειρήσεις, με 6 από αυτές να αυξάνουν τα ΚΠΦ του 2014.


www.worldenergynews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης