Η ηλιακή, η αιολική και η γεωθερμική ενέργεια, είναι πιθανότερο να παράγονται και να καταναλώνονται εντός των συνόρων μίας χώρας
Είναι γεγονός πως ο πλανήτης Γη έχει εισέλθει για τα καλά σε μία καινούργια εποχή, αν και ακόμα βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο: στην εποχή των ανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Η μετάβαση στην καινούργια αυτή εποχή είναι μονόδρομος, καθώς η ίδια η φύση σε όλο τον πλανήτη στέλνει επικίνδυνα προειδοποιητικά μηνύματα, απόρροια της μόλυνσης από κάθε είδους μορφή ρυπογόνων μονάδων, ενεργειακών, οικιακών, επιχειρησιακών, αλλά και των μέσων μετακίνησης.
Οι θερμοί υποστηρικτές υπογραμμίζουν μία σειρά από λόγους με τους οποίους η εγκαθίδρυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα βελτιώσει τη ζωή μας: χαμηλότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, φθηνότερες χρεώσεις ηλεκτρικής ενέργειας, νέες δυνατότητες να παράξουν ενέργεια τα φτωχά κράτη ... και ανεξαρτησία από τις οικονομικές και πολιτικές εμπλοκές της ασταθούς αγοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Ναι, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να είναι κάποιος ενθουσιασμένος με τη μετάβαση προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Υπάρχει όμως ένας παράγοντας ύψιστης σημασίας, που και σήμερα και στο μέλλον καθορίζει την εξέλιξη της ενέργειας σε παγκόσμιο επίπεδο: η γεωπολιτική.
Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με τα μειονεκτήματα της μεγάλης εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και της εξάρτησης αυτών από τη γεωπολιτική.
Παρόλο που τα ενεργειακά εμπάργκο είναι εξαιρετικά σπάνια και σχεδόν ποτέ προς το συμφέρον των παραγωγών, το φάντασμα του εμπάργκο στο πετρέλαιο του 1973 παραμένει.
Για πολλούς στην Ανατολική Ευρώπη, οι περικοπές αερίου για το 2006 και το 2009 για την Ουκρανία από τη Ρωσία, ξυπνά επίσης ανησυχητικές μνήμες του παρελθόντος.
Απλά η απειλή τέτοιων πράξεων έχει πάντα πολιτικό κόστος.
Για τα άλλα έθνη, ιδιαίτερα στην Ασία, η εξάρτηση από τα ενεργειακά αποθέματα που προέρχονται από μακριά, μέσω πολυάριθμων εταιρειών, αποτελεί μόνιμη ανησυχία.
Και, βεβαίως, υπάρχει η ασταθής πολιτική της Μέσης Ανατολής και άλλων χωρών που παράγουν ενέργεια όπως η Νιγηρία και η Βενεζουέλα.
Γιατί δεν μας απαλλάσσει η ηλιακή ή αιολική ενέργεια, όλες αυτές τις γεωπολιτικές ανησυχίες;
Πρώτον, η μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, θα προχωρήσει μόνο μέχρις ότου στον τομέα των μεταφορών επικρατήσουν ολοκληρωτικά τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Όσο περισσότερο στις μεταφορές χρησιμοποιείται το πετρέλαιο, οι περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα έχουν μικρή επίδραση στη γεωπολιτική του πετρελαίου (ή της κατανάλωσής του).
Το πιο σημαντικό, η στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα μπορούσε να προκαλέσει επιπλοκές στον γεωπολιτικό τομέα.
Αυτό δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη.
Για παράδειγμα, όπως έχουμε διαπιστώσει με το Ιράν, ο εμπλουτισμός του ουρανίου για πολιτικούς σκοπούς, μπορεί να προσφέρει κάλυψη για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων.
Επιπλέον, ιστορικά, κάθε μεγάλη μετατόπιση του παγκόσμιου ενεργειακού μίγματος - από ξύλο σε άνθρακα και από άνθρακα σε πετρέλαιο - έχει φέρει μαζί του τις δικές του γεωπολιτικές επιπτώσεις.
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν αποτελούν εξαίρεση.
Ο προβληματισμός που υπάρχει, είναι ότι ένα «ανανεώσιμο μέλλον», θα φέρει μαζί του την «κατάρα των πόρων» - το φαινόμενο κατά το οποίο η πολιτική και οικονομική ανάπτυξη σε πολλές πλούσιες σε πόρους χώρες φαίνεται να παρεμποδίζεται σε σύγκριση με τις φτωχές σε αυτούς.
Σε πολλές πλούσιες σε πόρους χώρες, η οικονομική ανάπτυξη είναι στην πραγματικότητα βραδύτερη και τα πολιτικά θεσμικά όργανα είναι πιο πιθανό να είναι περισσότερο απαιτητικά και ίσως λιγότερο δημοκρατικά.
Στον κόσμο των ορυκτών καυσίμων, αυτή η τακτική έχει γενικά εφαρμοστεί στους μεγάλους παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Σε έναν κόσμο με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η εφαρμογή πιεστικής πολιτικής δεν θα είναι τόσο διαδεδομένη για τις ρυθμιστικές αρχές: η ηλιακή, η αιολική και η γεωθερμική ενέργεια, είναι πιθανότερο να παράγονται και να καταναλώνονται εντός των συνόρων μίας χώρας, παρά να χρειάζονται τεράστιες εισαγωγές που δημιουργούν τεράστια κονδύλια, στους προϋπολογισμούς των χωρών αυτών.
Αντίθετα, μπορεί να δούμε μία στροφή της εξουσίας σε πιεστικές πολιτικές, σε χώρες πλούσιες σε υλικά που απαιτούνται για την παραγωγή των υλικών που καθιστούν δυνατή την ανανεώσιμη ενέργεια.
Πολλοί από αυτούς τους πόρους είναι τα σπάνια μέταλλα και άλλα βασικά ορυκτά στο υπέδαφος.
Για παράδειγμα, το ίνδιο και το κοβάλτιο – κανένα δεν θεωρείται σπάνιο ορυκτό, όμως είναι σχετικά δύσκολη η εξόρυξή τους- είναι απαραίτητα για την κατασκευή ηλιακών συλλεκτών και μπαταριών.
Η Κίνα παρέχει περίπου το ήμισυ του ινδίου που καταναλώνεται παγκοσμίως σήμερα, ενώ η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό παράγει περισσότερο από το 50% του κοβαλτίου στον κόσμο.
Οι μεγάλοι παραγωγοί λιθίου, άλλο υλικό απαραίτητο για την παραγωγή μπαταριών, είναι η Αργεντινή, η Αυστραλία, η Χιλή και η Κίνα.
Ωστόσο, τα μεγάλα αναξιοποίητα αποθέματα λιθίου της Βολιβίας, θα μπορούσαν να την καταστήσουν ένα δυνατό «παίκτη» στη διεθνή αγορά στο μέλλον.
Το τελλούριο δεν είναι σπάνιο ορυκτό, αλλά είναι ένα άλλο βασικό συστατικό για τους ηλιακούς συλλέκτες.
Οι ΗΠΑ εισάγουν το μεγαλύτερο μέρος αυτού του υλικού από τον Καναδά, αλλά εξαρτώνται σε κάποιο βαθμό από το Βέλγιο, την Κίνα και τις Φιλιππίνες.
Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, η Κίνα προμηθεύει το 95% όλων των σπανίων ορυκτών και μετάλλων στην παγκόσμια αγορά.
Δεδομένης της δεσπόζουσας θέσης του Πεκίνου, ο κόσμος θα πρέπει να περιμένει επανάληψη του επεισοδίου του 2010, όταν η Κίνα σταμάτησε την πώληση μετάλλων στην Ιαπωνία – που είναι ζωτικής σημασίας για την παραγωγή ηλιακών συλλεκτών και μπαταριών - μετά από μία διαφωνία.
Οι συνταγές της πολιτικής, είναι σε ορισμένες περιπτώσεις προφανείς.
Όμως θα χρειαστεί χρόνος για να αποδώσουν καρπούς οι προσπάθειες, οπότε υπάρχει ανάγκη για άμεση δράση.
Το παράδειγμα Κίνας-Ιαπωνίας, δείχνει με τον καλύτερο τρόπο την επιβολή ισχύος που μπορεί να εφαρμόσει μία χώρα, καθαρά από γεωπολιτική άποψη.
Οι χώρες και ειδικά οι οικονομικά πιο εύρωστες, θα πρέπει να επανεξετάσουν την παρούσα κατάσταση, δεν είναι ότι μόνο ένας μικρός αριθμός χωρών διαθέτουν τους πόρους αυτούς, είναι ότι λίγες από αυτές μπορούν να τους επεξεργαστούν και να τους παράξουν.
Άλλο παράδειγμα οι ΗΠΑ, όπου υπάρχουν αποθέματα από αρκετούς πόρους.
Η Αμερικανική Γεωλογική Υπηρεσία, εκτιμά ότι οι ΗΠΑ διαθέτουν το 13% των παγκόσμιων αποθεμάτων σπάνιων μετάλλων, το 14% των παγκόσμιων αποθεμάτων τελλουρίου και το 3% των παγκόσμιων αποθεμάτων ινδίου.
Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες, η Αμερική βρήκε πάρα πολύ δαπανηρή την ανάπτυξη αυτών των υλικών, ειδικά λόγω της κινεζικής παραγωγής, η οποία αποτελεί μέρος μιας κεντρικής βιομηχανικής πολιτικής.
Η πλειοψηφία των παγκόσμιων αποθεμάτων κοβαλτίου πιστεύεται ότι βρίσκεται στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.
Πιθανόν λοιπόν, να ωφελήσει αρκετές χώρες, να μην αντιμετωπίζουν την αφρικανική χώρα ως μία ανθρωπιστική κρίση και υποανάπτυκτο κράτος, αλλά ως μία άμεση στρατηγική προτεραιότητα.
Πολύ σημαντικό ίσως θα ήταν οι ισχυρές οικονομικά χώρες, να βοηθήσουν την καινοτομία, υποστηρίζοντας περισσότερες έρευνες σχετικά με τη δυνατότητα ανακύκλωσης σπάνιων και μη στοιχείων.
Ο ιδιωτικός τομέας επίσης θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο.
Η πρόσφατη ανακοίνωση της Apple ότι σχεδιάζει την απεξάρτησή της από εξορυσσόμενα ορυκτά και αντ 'αυτού να χρησιμοποιεί μόνο ανακυκλωμένα υλικά, θέτει μία πορεία προς το μέλλον.
Αυτός ο στόχος θα προκαλέσει αναπόφευκτα περισσότερη καινοτομία, καθώς η εταιρεία επιδιώκει βιώσιμα υποκατάστατα τέτοιων υλικών.
Όμως οι προβληματισμοί αυτοί δεν πρέπει να σταματήσουν ή να επιβραδύνουν τη μετάβαση, προς ένα μέλλον με περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Τα οφέλη πιθανόν θα αντισταθμίσουν το κόστος.
Ωστόσο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να αρχίσουν να σκέφτονται σοβαρά και αντικειμενικά, για τα γεωπολιτικά περιγράμματα ενός μέλλοντος, που εξαρτάται περισσότερο από την ανανεώσιμη ενέργεια και πώς να προετοιμαστούν γι 'αυτό.
Γιατί το «πράσινο μέλλον», αργά ή γρήγορα θα επικρατήσει.
www.worldenergynews.gr
Η μετάβαση στην καινούργια αυτή εποχή είναι μονόδρομος, καθώς η ίδια η φύση σε όλο τον πλανήτη στέλνει επικίνδυνα προειδοποιητικά μηνύματα, απόρροια της μόλυνσης από κάθε είδους μορφή ρυπογόνων μονάδων, ενεργειακών, οικιακών, επιχειρησιακών, αλλά και των μέσων μετακίνησης.
Οι θερμοί υποστηρικτές υπογραμμίζουν μία σειρά από λόγους με τους οποίους η εγκαθίδρυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα βελτιώσει τη ζωή μας: χαμηλότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, φθηνότερες χρεώσεις ηλεκτρικής ενέργειας, νέες δυνατότητες να παράξουν ενέργεια τα φτωχά κράτη ... και ανεξαρτησία από τις οικονομικές και πολιτικές εμπλοκές της ασταθούς αγοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Ναι, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να είναι κάποιος ενθουσιασμένος με τη μετάβαση προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Υπάρχει όμως ένας παράγοντας ύψιστης σημασίας, που και σήμερα και στο μέλλον καθορίζει την εξέλιξη της ενέργειας σε παγκόσμιο επίπεδο: η γεωπολιτική.
Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με τα μειονεκτήματα της μεγάλης εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και της εξάρτησης αυτών από τη γεωπολιτική.
Παρόλο που τα ενεργειακά εμπάργκο είναι εξαιρετικά σπάνια και σχεδόν ποτέ προς το συμφέρον των παραγωγών, το φάντασμα του εμπάργκο στο πετρέλαιο του 1973 παραμένει.
Για πολλούς στην Ανατολική Ευρώπη, οι περικοπές αερίου για το 2006 και το 2009 για την Ουκρανία από τη Ρωσία, ξυπνά επίσης ανησυχητικές μνήμες του παρελθόντος.
Απλά η απειλή τέτοιων πράξεων έχει πάντα πολιτικό κόστος.
Για τα άλλα έθνη, ιδιαίτερα στην Ασία, η εξάρτηση από τα ενεργειακά αποθέματα που προέρχονται από μακριά, μέσω πολυάριθμων εταιρειών, αποτελεί μόνιμη ανησυχία.
Και, βεβαίως, υπάρχει η ασταθής πολιτική της Μέσης Ανατολής και άλλων χωρών που παράγουν ενέργεια όπως η Νιγηρία και η Βενεζουέλα.
Γιατί δεν μας απαλλάσσει η ηλιακή ή αιολική ενέργεια, όλες αυτές τις γεωπολιτικές ανησυχίες;
Πρώτον, η μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, θα προχωρήσει μόνο μέχρις ότου στον τομέα των μεταφορών επικρατήσουν ολοκληρωτικά τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Όσο περισσότερο στις μεταφορές χρησιμοποιείται το πετρέλαιο, οι περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα έχουν μικρή επίδραση στη γεωπολιτική του πετρελαίου (ή της κατανάλωσής του).
Το πιο σημαντικό, η στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα μπορούσε να προκαλέσει επιπλοκές στον γεωπολιτικό τομέα.
Αυτό δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη.
Για παράδειγμα, όπως έχουμε διαπιστώσει με το Ιράν, ο εμπλουτισμός του ουρανίου για πολιτικούς σκοπούς, μπορεί να προσφέρει κάλυψη για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων.
Επιπλέον, ιστορικά, κάθε μεγάλη μετατόπιση του παγκόσμιου ενεργειακού μίγματος - από ξύλο σε άνθρακα και από άνθρακα σε πετρέλαιο - έχει φέρει μαζί του τις δικές του γεωπολιτικές επιπτώσεις.
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν αποτελούν εξαίρεση.
Ο προβληματισμός που υπάρχει, είναι ότι ένα «ανανεώσιμο μέλλον», θα φέρει μαζί του την «κατάρα των πόρων» - το φαινόμενο κατά το οποίο η πολιτική και οικονομική ανάπτυξη σε πολλές πλούσιες σε πόρους χώρες φαίνεται να παρεμποδίζεται σε σύγκριση με τις φτωχές σε αυτούς.
Σε πολλές πλούσιες σε πόρους χώρες, η οικονομική ανάπτυξη είναι στην πραγματικότητα βραδύτερη και τα πολιτικά θεσμικά όργανα είναι πιο πιθανό να είναι περισσότερο απαιτητικά και ίσως λιγότερο δημοκρατικά.
Στον κόσμο των ορυκτών καυσίμων, αυτή η τακτική έχει γενικά εφαρμοστεί στους μεγάλους παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Σε έναν κόσμο με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η εφαρμογή πιεστικής πολιτικής δεν θα είναι τόσο διαδεδομένη για τις ρυθμιστικές αρχές: η ηλιακή, η αιολική και η γεωθερμική ενέργεια, είναι πιθανότερο να παράγονται και να καταναλώνονται εντός των συνόρων μίας χώρας, παρά να χρειάζονται τεράστιες εισαγωγές που δημιουργούν τεράστια κονδύλια, στους προϋπολογισμούς των χωρών αυτών.
Αντίθετα, μπορεί να δούμε μία στροφή της εξουσίας σε πιεστικές πολιτικές, σε χώρες πλούσιες σε υλικά που απαιτούνται για την παραγωγή των υλικών που καθιστούν δυνατή την ανανεώσιμη ενέργεια.
Πολλοί από αυτούς τους πόρους είναι τα σπάνια μέταλλα και άλλα βασικά ορυκτά στο υπέδαφος.
Για παράδειγμα, το ίνδιο και το κοβάλτιο – κανένα δεν θεωρείται σπάνιο ορυκτό, όμως είναι σχετικά δύσκολη η εξόρυξή τους- είναι απαραίτητα για την κατασκευή ηλιακών συλλεκτών και μπαταριών.
Η Κίνα παρέχει περίπου το ήμισυ του ινδίου που καταναλώνεται παγκοσμίως σήμερα, ενώ η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό παράγει περισσότερο από το 50% του κοβαλτίου στον κόσμο.
Οι μεγάλοι παραγωγοί λιθίου, άλλο υλικό απαραίτητο για την παραγωγή μπαταριών, είναι η Αργεντινή, η Αυστραλία, η Χιλή και η Κίνα.
Ωστόσο, τα μεγάλα αναξιοποίητα αποθέματα λιθίου της Βολιβίας, θα μπορούσαν να την καταστήσουν ένα δυνατό «παίκτη» στη διεθνή αγορά στο μέλλον.
Το τελλούριο δεν είναι σπάνιο ορυκτό, αλλά είναι ένα άλλο βασικό συστατικό για τους ηλιακούς συλλέκτες.
Οι ΗΠΑ εισάγουν το μεγαλύτερο μέρος αυτού του υλικού από τον Καναδά, αλλά εξαρτώνται σε κάποιο βαθμό από το Βέλγιο, την Κίνα και τις Φιλιππίνες.
Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, η Κίνα προμηθεύει το 95% όλων των σπανίων ορυκτών και μετάλλων στην παγκόσμια αγορά.
Δεδομένης της δεσπόζουσας θέσης του Πεκίνου, ο κόσμος θα πρέπει να περιμένει επανάληψη του επεισοδίου του 2010, όταν η Κίνα σταμάτησε την πώληση μετάλλων στην Ιαπωνία – που είναι ζωτικής σημασίας για την παραγωγή ηλιακών συλλεκτών και μπαταριών - μετά από μία διαφωνία.
Οι συνταγές της πολιτικής, είναι σε ορισμένες περιπτώσεις προφανείς.
Όμως θα χρειαστεί χρόνος για να αποδώσουν καρπούς οι προσπάθειες, οπότε υπάρχει ανάγκη για άμεση δράση.
Το παράδειγμα Κίνας-Ιαπωνίας, δείχνει με τον καλύτερο τρόπο την επιβολή ισχύος που μπορεί να εφαρμόσει μία χώρα, καθαρά από γεωπολιτική άποψη.
Οι χώρες και ειδικά οι οικονομικά πιο εύρωστες, θα πρέπει να επανεξετάσουν την παρούσα κατάσταση, δεν είναι ότι μόνο ένας μικρός αριθμός χωρών διαθέτουν τους πόρους αυτούς, είναι ότι λίγες από αυτές μπορούν να τους επεξεργαστούν και να τους παράξουν.
Άλλο παράδειγμα οι ΗΠΑ, όπου υπάρχουν αποθέματα από αρκετούς πόρους.
Η Αμερικανική Γεωλογική Υπηρεσία, εκτιμά ότι οι ΗΠΑ διαθέτουν το 13% των παγκόσμιων αποθεμάτων σπάνιων μετάλλων, το 14% των παγκόσμιων αποθεμάτων τελλουρίου και το 3% των παγκόσμιων αποθεμάτων ινδίου.
Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες, η Αμερική βρήκε πάρα πολύ δαπανηρή την ανάπτυξη αυτών των υλικών, ειδικά λόγω της κινεζικής παραγωγής, η οποία αποτελεί μέρος μιας κεντρικής βιομηχανικής πολιτικής.
Η πλειοψηφία των παγκόσμιων αποθεμάτων κοβαλτίου πιστεύεται ότι βρίσκεται στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.
Πιθανόν λοιπόν, να ωφελήσει αρκετές χώρες, να μην αντιμετωπίζουν την αφρικανική χώρα ως μία ανθρωπιστική κρίση και υποανάπτυκτο κράτος, αλλά ως μία άμεση στρατηγική προτεραιότητα.
Πολύ σημαντικό ίσως θα ήταν οι ισχυρές οικονομικά χώρες, να βοηθήσουν την καινοτομία, υποστηρίζοντας περισσότερες έρευνες σχετικά με τη δυνατότητα ανακύκλωσης σπάνιων και μη στοιχείων.
Ο ιδιωτικός τομέας επίσης θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο.
Η πρόσφατη ανακοίνωση της Apple ότι σχεδιάζει την απεξάρτησή της από εξορυσσόμενα ορυκτά και αντ 'αυτού να χρησιμοποιεί μόνο ανακυκλωμένα υλικά, θέτει μία πορεία προς το μέλλον.
Αυτός ο στόχος θα προκαλέσει αναπόφευκτα περισσότερη καινοτομία, καθώς η εταιρεία επιδιώκει βιώσιμα υποκατάστατα τέτοιων υλικών.
Όμως οι προβληματισμοί αυτοί δεν πρέπει να σταματήσουν ή να επιβραδύνουν τη μετάβαση, προς ένα μέλλον με περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Τα οφέλη πιθανόν θα αντισταθμίσουν το κόστος.
Ωστόσο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να αρχίσουν να σκέφτονται σοβαρά και αντικειμενικά, για τα γεωπολιτικά περιγράμματα ενός μέλλοντος, που εξαρτάται περισσότερο από την ανανεώσιμη ενέργεια και πώς να προετοιμαστούν γι 'αυτό.
Γιατί το «πράσινο μέλλον», αργά ή γρήγορα θα επικρατήσει.
www.worldenergynews.gr